μυέλινος

From LSJ
Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυέλῐνος Medium diacritics: μυέλινος Low diacritics: μυέλινος Capitals: ΜΥΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: myélinos Transliteration B: myelinos Transliteration C: myelinos Beta Code: mue/linos

English (LSJ)

η, ον,

   A soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).

Greek (Liddell-Scott)

μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.

Greek Monotonic

μυέλῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡέλῐνος: мягкий как мозг, нежный (πυγή Anth.).

Middle Liddell

μυέλῐνος, η, ον
of marrow; = μυελόεις, Anth. [from μυελός