πέδονδε
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
Adv.
A to the ground, earthwards, Il.13.796, h.Cer.253, S. Tr.786. 2 to the bottom, π. κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598.
German (Pape)
[Seite 542] adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.
Greek (Liddell-Scott)
πέδονδε: Ἐίρρ., πρὸς τὰ κάτω πρὸς τὴν γῆν, Ἰλ. Ν. 796. Σοφ. Τ. 786· - πρὸς τὴν πεδιάδα, πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Ὀδ. Λ. 598.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 vers la terre, à terre avec mouv.
2 vers la plaine.
Étymologie: πέδον, -δε.
English (Autenrieth)
to the ground, earthward.
Greek Monolingual
Α
(τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω
2. στην πεδιάδα, στον κάμπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε)].
Greek Monotonic
πέδονδε: επίρρ.,
1. προς το έδαφος, προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέδονδε of πέδον δε [πέδον] adv., naar de grond, omlaag.
Russian (Dvoretsky)
πέδονδε: adv.
1) на землю, вниз Hom., Soph.;
2) на равнину Hom.
Middle Liddell
1. to the ground, earthwards, Il., Soph.
2. to the plain, Od.