ἀτολμία
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ἡ,
A want of daring, cowardice, E.Fr.364 (v.l. ἀνανδρία), Th.2.89, X.HG5.3.22, etc. 2 bashfulness, D.61.20.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Muthlosigkeit, Feigheit, Thuc. 4, 120; Ggstz τόλμα Xen. Hell. 5, 3, 22; öfter Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτολμία: ἡ, ἔλλειψις τόλμης, δειλία, Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. ἀνανδρία), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) ἁπλῶς τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de hardiesse, pusillanimité.
Étymologie: ἄτολμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de audacia, cobardía (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.HG 5.3.22, D.C.37.32.3.
2 timidez τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.
Greek Monolingual
και ατολμία, η (AM ἀτολμία) άτολμος
έλλειψη τόλμης, δειλία.
Greek Monotonic
ἀτολμία: ἡ, έλλειψη τόλμης, δειλία, ανανδρία, σε Θουκ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτολμία: ἡ робость, нерешительность Eur., Thuc., Xen., Dem., Plut.
Middle Liddell
[From ἄτολμος
want of daring, cowardice, backwardness, Thuc., Dem.