γάποτος

From LSJ
Revision as of 14:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάποτος Medium diacritics: γάποτος Low diacritics: γάποτος Capitals: ΓΑΠΟΤΟΣ
Transliteration A: gápotos Transliteration B: gapotos Transliteration C: gapotos Beta Code: ga/potos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

German (Pape)

[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.

Greek Monolingual

γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.

Greek Monotonic

γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


to be drunk up by Earth, of libations, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάποτος -ον [γῆ, πίνω Dor., opgezogen door de aarde. Aeschl. Ch. 95.

English (Woodhouse)

drunk by the earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)