ἀτυράννευτος
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ον,
A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.
German (Pape)
[Seite 390] nicht von Tyrannen beherrscht, Thuc. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῠράννευτος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τυράννων κυβερνώμενος, Θουκ. 1. 18. ― Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. κ. Ἰουλ. 3. σ. 93: ― ὥσαύτως ἀτυράννητος, ον, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1381Α: ― ἀ-τύραννος, όν, Α. Β. 19. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non gouverné par des tyrans.
Étymologie: ἀ, τυραννεύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀτυράννητος Clem.Al.Strom.4.26.172, Apoll.quod un.11
1 no gobernado por tiranos de Esparta, Th.1.18, διαίτη D.C.37.22.3, γονή Chor.Decl.9.1 (p.388), πόλις ref. a la Iglesia, Clem.Al.l.c.
•subst. falta de gobierno tiránico τὸ ἀ. D.C.47.42.3, Apoll.l.c.
•fig. c. dat. no sometido a la tiranía de ἀτυράννευτον ... τὴν διάνοιαν ἔχοντες ταῖς τῆς σαρκὸς ἡδοναῖς Cyr.Al.M.76.641B.
2 adv. -ως sin tiranía ἀ. καὶ ἐλευθέρως Cyr.Al.M.76.641C.
Greek Monolingual
ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, -ον (Α)
αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους.
Greek Monotonic
ἀτῠράννευτος: -ον (τυραννεύω), αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῠράννευτος: неподвластный тираннам (Λακεδαίμων Thuc.).
Middle Liddell
τυραννεύω
not ruled by tyrants, Thuc.