ἄρδην
English (LSJ)
Adv. contr. for ἀέρδην, (ἀείρω)
A lifted up on high, of a vase carried on the head, S.Ant.430; φέρειν ἄ. E.Alc.608; πηδῶντος ἄ. Ἔκτορος τάφρων ὕπερ S.Aj.1279. II utterly, wholly, εἰς Τάρταρον ἄ. ῥίψειε δέμας A.Pr.1051, cf. E.Hec.887; πᾶσαν ἄ. πόλιν ἀπολλύναι Pl.R.421a; ἄ. διαφθείρεσθαι Id.Lg.677c; Φωκέων ἄ. ὄλεθρος D.19.141; πεπτωκὸς ἄ. πολίτευμα Plb.1.35.5; ὄμνυμι πάντας ἄ. τοὺς θεούς all together, all at once, Ar.Th.274, cf. X.An.7.1.12; later εἰς ἄ., πόλιν ἐξελεῖν Hld.9.2.
German (Pape)
[Seite 348] = ἀέρδην (ἀείρω), in die Höhe gehoben, ῥίπτειν Aesch. Prom. 1053; λαβεῖν Ag. 226; ἄρδην νέκυν φέρουσιν Eur. Alc. 608; πηδᾶν ἄρδην ὑπὲρ τάφρων, hoch über den Graben hinwegspringen, Soph. Ai. 1258; ἐκ χαλκέας ἄρδην πρόχου χοαῖσι τὸν νέκυν στέφει, indem sie die Kanne hoch hebt, Ant. 428; – vom Grunde aus, gänzlich, διαφθείρειν Plat. Legg. III, 677 c; πόλιν ἀπολλύναι Rep. IV, 421 a; vgl. Dem. 27, 26; öfter Pol., auch πεπτωκὸς ἄρδην πολίτευμα 1, 35, 5; – ἄρδην πάντες Ar. Th. 274; Xen. An. 7, 1, 12.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en haut, en l’air, en enlevant ; abs. en tenant en l’air, en versant d’en haut;
2 de fond en comble ; ἄρδην πάντες XÉN tous sans exception.
Étymologie: contr. de ἀέρδην.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀέρδην A.A.234
adv.
1 en alto, por lo alto ἐς ... Τάρταρον ἄ. ῥίψειε δέμας A.Pr.1051, cf. E.Io 1274, λαβεῖν ἀέρδην (sc. Ἰφιγένειαν) A.A.l.c., φέρει κόνιν, ἔκ τ' ... ἄ. πρόχου ... τὸν νέκυν στέφει trae el polvo y de un aguamanil en alto ... hace la libación funeraria S.Ant.430, νέκυν ... φέρουσιν ἄ. ἐς τάφον E.Alc.608, πηδῶντος ἄ. Ἕκτορος τάφρων ὕπερ salvando de un gran salto Héctor la trinchera S.Ai.1279
•gram. como derivado de αἴρω A.D.Adu.198.9.
2 de arriba abajo, totalmente, enteramente ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ' ἄ. con cuya sangre fue rociado el altar de arriba abajo E.IA 1589, μὴ ... πατάξω τὴν γῆν ἄ. que no holle yo la tierra entera LXX Ma.3.23, πάντα τὰ ἔργα ... ἐποίησεν Χιρὰμ χαλκᾶ ἄ. LXX 3Re.7.31
•esp. c. verb. indic. destrucción πᾶσαν ἄ. πόλιν ἀπολλύασιν Pl.R.421a, cf. Lg.677c, 716b, Aeschin.3.136, 3.158, Amph.Seleuc.173, Hyp.Phil.8, Marc.Ant.3.3, τὴν δημοκρατίαν ἄ. ὑφελόμενος Aeschin.3.145, τὸ δὲ προφανῶς πεπτωκὸς ἄ. πολίτευμα el estado caído en evidente y total postración Plb.1.35.5, τῆς πατρικῆς οἰκίας ... ἀ. ἀνατετραμμένης UPZ 144.37 (II a.C.), τί μ' ἄ. ὧδ' ἀποκτείνεις; E.Ph.1620, οὐ γυναῖκες ... Λῆμνον ἄ. ἀρσένων ἐξῴκισαν; E.Hec.887, τοὺς δ' ἄ. ἀπολλύοντες Isoc.14.19, cf. 15.160, Luc.Merc.Cond.41, Alciphr.3.6.1, Aen.Tact.proem.1, Plu.2.771c, de un tiburón ἵνα μή ποτε ἄ. ... ἀπόληται Ael.NA 2.13, τὴν μαθηματικὴν ἄ. ἀναιροῦντας Plu.2.410c
•c. subst. τῶν ἐχθρῶν ... ἄ. ὄλεθρος D.19.141
•en afirmaciones de tipo general c. πάντες todos en general ὄμνυμι ... πάντας ἄ. τοὺς θεούς Ar.Th.274, ἄ. πάντες πλὴν ὀλίγων ἔξω ἦσαν X.An.7.1.12, τὴν ἡγεμονίαν ... ἄ. ... ἀνέθηκε Θηβαίοις Aeschin.3.143.
• Etimología: Deriv. de αἴρω q.u.
Greek Monolingual
(AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. αείρω
εκ βάθρων, εξολοκλήρου, τελείως («ἀπό τότε ἄλλαξε ἄρδην ἡ κατάσταση»)
αρχ.
ανασηκωτά, σηκώνοντας ψηλά.
Greek Monotonic
ἄρδην: επίρρ., συνηρ. αντί ἀέρδην (όπως το αἴρω από το ἀείρω)·
I. με ανάρτηση, στα ψηλά, σε μετέωρη κατάσταση, στα ύψη, σε Σοφ., Ευρ.
II. εντελώς, ολοσχερώς, εκ θεμελίων, ριζικά Λατ. raptim, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρδην: adv. [стяж. к ἀέρδην
1) подняв вверх (φέρειν τι Eur.);
2) вверх, высоко (πηδᾶν Soph.);
3) сверху, с высоты (ῥίπτειν τι Aesch.);
4) целиком, полностью, совершенно (Λῆμνον ἀρσένων ἐξοικίζειν Eur.; διαφθείρειν и ἀπολλύναι τι Plat.; πεπτωκὸς ἄ. πολίτευμα Polyb.; ἐκκόψαι τὸν πόλεμον Plut.): ἄ. πάντες Arph., Xen. решительно все.
Middle Liddell
I. lifted up, on high, Soph., Eur.
II. taken away utterly, wholly, Lat. raptim, Aesch., Eur., etc.