τοὐναντίον

From LSJ
Revision as of 15:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

German (Pape)

[Seite 1132] zsgzgn statt τὸ ἐναντίον, Ar. Plut. 14, u. in att. Prosa überall.

Greek (Liddell-Scott)

τοὐναντίον: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐναντίον, Ἀριστοφ. Πλ. 1047, Θουκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ ἐναντίον.

English (Strong)

contraction for the neuter of ὁ and ἐναντίον; on the contrary: contrariwise.

English (Thayer)

(by crasis for τό ἀναντιον (Buttmann, 10)) (Arstpb., Thucydides, others)), on the contrary, contrariwise (Vulg. e contrario), accusative used adverbially (Winer's Grammar, 230 (216)): 1 Peter 3:9.

Greek Monolingual

τοὐναντίον ΝΑ
νεοελλ.
επίρρ. αντιθέτως, απεναντίας («εγώ δεν τον πρόσβαλα, τουναντίον, του μίλησα με τη μεγαλύτερη ευγένεια»)
αρχ.
(κράση αντί τὸ ἐναντίον) το αντίθετο, το τελείως διαφορετικό («τοὐναντίον τοῑς ἄλλοις πέπονθε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τοὐναντίον: κράση αντί τὸ ἐναντίον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐναντίον: in crasi = τὸ ἐναντίον.

Chinese

原文音譯:toÙnant⋯on 徒-恩-安提按
詞類次數:副詞(3)
原文字根:這-在-交換
字義溯源:反之,相反地,代替,倒,反倒,倒要,倒不如;由()*=這)與(ἐναντίον)=當面)組成,其中 (ἐναντίον)出自(ἐναντίος)=反對), (ἐναντίος)又出自(ἔναντι)=在⋯面前),而 (ἔναντι)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἀντί)*=相對)組成
出現次數:總共(3);林後(1);加(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 倒(2) 林後2:7; 加2:7;
2) 倒要(1) 彼前3:9

English (Woodhouse)

something contrary, the contrary, the converse, the opposite

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)