προσπαρατρώγω
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
A gnaw at the side besides: metaph., nibble at one's reputation or depreciate besides, D.L.2.107.
German (Pape)
[Seite 776] (s. τρώγω), noch dazu, dabei benagen, übertr., verspotten, D. L. 2, 107.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαρατρώγω: τρώγω, δάκνω τινὰ προσέτι, καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.
Greek Monolingual
Α
1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τον εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].
Russian (Dvoretsky)
προσπαρατρώγω: досл. обгрызать, обкусывать, перен. осмеивать, глумиться (τινά Diog. L.).