μητρωνυμικός

From LSJ
Revision as of 14:55, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρωνῠμικός Medium diacritics: μητρωνυμικός Low diacritics: μητρωνυμικός Capitals: ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΟΣ
Transliteration A: mētrōnymikós Transliteration B: mētrōnymikos Transliteration C: mitronymikos Beta Code: mhtrwnumiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄνομα)

   A named after one's mother, EM166.11. Adv. -κῶς Sch. Pi.P.3.118.

German (Pape)

[Seite 180] ή, όν, nach der Mutter benannt, E. M. 166, 11. Vgl. πατρωνυμικός.

Greek (Liddell-Scott)

μητρωνῠμικός: -ή, -όν, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος κατὰ τὸ ὄνομα τῆς μητρός, πρβλ. πατρωνυμικός, Ἐτυμ. Μέγ. 166. 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3, 118.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μητρωνυμικός, -ή, -όν)
αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»).
επίρρ...
μητρονυμικώς και -ά
με σχηματισμό από το όνομα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ωνυμικός (< -ωνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. πατρ-ωνυμικός. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].