δημαγωγός

Revision as of 14:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ὁ,

   A popular leader, as Cleon or Pericles, Th. 4.21, Isoc.8.126; δ. ἀγαθοί Lys.27.10; ὁ δίκαιος δ. Hyp.Dem.Fr. 5.    2 more freq. in bad sense, leader of the mob, demagogue, X. HG2.3.27; ὀχλοκόπος καὶ δ. Plb.3.80.3; λόγοι δημαγωγοῦ, opp. ἔργα τυράννου, And.4.27; ἔστι γὰρ ὁ δ. τοῦ δήμου κόλαξ Arist.Pol.1313b40, cf. 1292a20, etc.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volksführer, -leiter, Räthgeber des Volks; im guten Sinne, z. B. Perikles, Isocr. 8, 126; vgl. Arist. pol. 5, 5; von Kleons Zeiten an aber im schlechten Sinne, der sich durch Schmeicheleien u. andere unwürdige Künste die Gunst des Volkes zu erwerben u. dieses für seine eigennützigen Zwecke zu benutzen weiß, Thuc. 4, 21; Xen. Hell. 2, 3, 27; καὶ ὀχλοκόπος Pol. 3, 80.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾰγωγός: ὁ, ὁ ἄγων τὸν δῆμον, εὐνοούμενος τοῦ λαοῦ, ἀρχηγός, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Ἰσοκρ. 184D· δ. ἀγαθοὶ Λυσ. 178. 33· ἀλλὰ συνήθως, 2)ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ ἄγων τὸν ὄχλον, ἄνθρωπος ἄνευ ἀρχῶν, φατριαστικὸς ῥήτωρ, οἷος ὁ Κλέων, Θουκ. 4. 21, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 27, κτλ.· λόγοι δημαγωγοῦ, ἔργα τυράννου Ἀνδοκ. 32. 37· ἔστι γὰρ δ. ὁ τοῦ δήμου κόλαξ Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 12, πρβλ. 4. 4, 28, κτλ.· πρβλ. δημηγόρος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui conduit ou gouverne le peuple;
2 qui capte la faveur du peuple, démagogue.
Étymologie: δῆμος, ἄγω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 jefe del pueblo, jefe del partido popular en diversos regímenes polít., de Cleón, Th.4.21, D.S.12.55, Luc.Laps.3, de Pericles, Isoc.8.126, en la época de los Treinta, X.HG 2.3.27, Πεισίστρατος δ. καὶ στρατηγὸς ὢν τύραννος κατέστη Arist.Ath.22.3, cf. Pol.1305a7, de Cípselo, Arist.Pol.1315b27, de Telis en Síbaris, D.S.12.9, de Calístrato en Atenas, D.S.15.38, οὐ ταῦτα ἀγαθῶν δημαγωγῶν ἐστι Lys.27.10, τοὺς μὲν λόγους δημαγωγοῦ τὰ δ' ἔργα τυράννου παρέχων hablando como un jefe del pueblo pero actuando como un tirano And.4.27, cf. Hyp.Dem.16b.26
frec. c. valor peyor. demagogo como agitador popular o adulador del pueblo en provecho propio ἀπηλλαγμένοι δ' ἦσαν τῶν βαρέων δημαγωγῶν X.HG 5.2.7, de Tersites, D.Chr.2.22
esp. de regímenes democráticos ἔστι γὰρ ὁ δ. τοῦ δήμου κόλαξ Arist.Pol.1313b40, ὅπου δ' οἱ νόμοι μή εἰσι κύριοι, ἐνταῦθα γίνονται δημαγωγοί Arist.Pol.1292a10, αἱ μὲν οὖν δημοκρατίαι μάλιστα μεταβάλλουσι διὰ τὴν τῶν δημαγωγῶν ἀσέλγειαν Arist.Pol.1304b21, cf. 32, 1310b15, Rh.1393b23, πλεῖστα συνέβη τὴν πόλιν διὰ τοὺς δημαγωγοὺς ἁμαρτάνειν Arist.Ath.41.2, ὀχλοκόπος καὶ δ. Plb.3.80.3, cf. Satyr.Vit.Eur.39.3.15, D.H.7.31, Dem.17.1, Gal.1.6, Luc.Nec.19, Aesop.26, Hierocl.Facet.179
jefe de partido en época de Solón, D.26.4
en Roma jefe de la plebe Plu.Cor.12.
2 gener. líder popular, conductor del pueblo, político involucrado en los asuntos públicos, Aeschin.3.78, Din.1.99, D.L.6.34, Aristid.Or.1.397, D.Chr.4.108, Philostr.VA 6.21, Charito 1.1.12, Lib.Decl.15.49
en Roma orador público de Cicerón, App.BC 4.19.

Greek Monolingual

ο (AM δημαγωγός)
αυτός που με απατηλά και ανέντιμα μέσα παραπλανά τον λαό και τον προσεταιρίζεται για να πετύχει τους σκοπούς του
αρχ.
ο ηγέτης, ο λαϊκός ηγέτης, ο επικεφαλής μεγάλου κόμματος ή παράταξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αγωγός < άγω].

Greek Monotonic

δημᾰγωγός: ὁ, δημοφιλής αρχηγός, καθοδηγητής, λέγεται για τον Περικλή, σε Ισοκρ.· κυρίως με αρνητική σημασία, αυτός που άγει τον όχλο, τη μάζα, δημαγωγός, δημοκόπος, όπως ο Κλέων, σε Θουκ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημαγωγός -οῦ, ὁ [δῆμος, ἄγω] volksleider; demagoog:. τοὺς μὲν λόγους δημαγωγοῦ... παρέχων zijn woorden waren die van een demagoog And. 4.27; ἔστι γὰρ ὁ δημαγωγὸς τοῦ δήμου κόλαξ want een volksleider is een vleier van het volk Aristot. Pol. 1313b40.

Russian (Dvoretsky)

δημᾰγωγός:
1) народный вождь, государственный деятель, правитель (δημαγωγοὶ ἀγαθοί Lys.; Περικλῆς ὁ δ. Isocr.);
2) своекорыстный искатель народной популярности, демагог (Κλέων ὁ ἀνὴρ δ. Thuc.; οἱ πλεῖστοι τῶν τυράννων ἐκ δημαγωγῶν γεγόνασιν Arst.; ὀχλοκόπος καὶ δ. Polyb.).

Middle Liddell


a popular leader, of Pericles, Isocr.: commonly in bad sense, a leader of the mob, a demagogue, such as Cleon, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

demagogue, leader of the people