καθετήριον
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
(sc. ὄργανον), τό,
A = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.
German (Pape)
[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
Greek Monolingual
καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).