καλιάς

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῑάς Medium diacritics: καλιάς Low diacritics: καλιάς Capitals: ΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaliás Transliteration B: kalias Transliteration C: kalias Beta Code: kalia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = καλιά, hut, AP11.44 (Phld.), Plu.2.418a; chapel, shrine, IG22.1533.5 (iv B. C.), D.H.3.70, Plu.Num.8, etc.; nest, in form καλειάς, Max.Tyr.16.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1308] άδος, ἡ (verwandt mit dem Vorigen), das Hüttchen; λιτή Philodem. ep. (IX, 44); Plut. def. orac. 41; Kapelle, Num. 8 Cam. 32 D. H. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

καλιάς: -άδος, ἡ = τῷ προηγ., καλύβη, Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: ναΐδιον, Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 maisonnette;
2 chapelle.
Étymologie: cf. καλιά.

Greek Monolingual

καλιάς, ἡ (Α)
1. μικρή καλύβα
2. βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καλιός].

Greek Monotonic

καλιάς: -άδος, ἡ, = το προηγ., καλύβα, σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλῑάς: άδος ἡ Plut., Anth. = καλιά 1 и 4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλιάς -άδος, ἡ [καλιά] kapel, heiligdom.

Middle Liddell

καλιάς, άδος, = κᾰλιά]
a hut, Anth.: a chapel, Plut.