τιτίς
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a small chirping bird, Phot. II pudendum muliebre, Id. III full-sized bath-tub, Alex.Trall.8.2, prob. cj. in Febr.2 (τίναν and τιτάδα codd.).
German (Pape)
[Seite 1121] ίδος, ἡ, ein kleiner, pipender Vogel, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ πιπώ, μικρὸν τιτίζον πτηνόν, «βραχὺ ὀρνίθιον» Φώτ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον αὐτόθι. - «τιτὶς καὶ ἡ κίρκος» αὐτόθι. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Λατ. titio, δαλός, ξύλον ἡμίφλεκτον, Ἀλέξ. Τραλλ. 10, σ. 570. IV. τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ, 3. σ. 226, 450, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1732.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petit oiseau gazouillant;
2 tison;
3 le sexe de la femme.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. τιτυβίζω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει
2. το γυναικείο αιδοίο
3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο
μσν.
(κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω].