Αἰγαῖος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
α, ον, Aegaean,
A πέλαγος A.Ag.659; ὄρος Αἰ. mount Ida in Crete, Hes.Th.484:—title of Poseidon, Pherecyd.115. II Αἰγαῖος (sc. πόντος), ὁ, the Aegaean, Pl.Eleg.9.1, Arist.Mete.354a14, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγαῖος: -α, -ον, πέλαγος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 659· ὄρος Αἰγ., τὸ ὄρος Ἴδη, Ἡσ. Θ. 484· ἰδὲ Gaisf. ἐν τόπῳ. ΙΙ. Αἰγαῖος (δηλ. πόντος), ὁ, τὸ Αἰγαῖον, Πλάτ. ὁ Ἐλεγειογρ. 9. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Æges, Égée : Αἰγαῖος πόντος, ou ὁ Αἰγαῖος ; Αἰγαῖον πέλαγος, ou τὸ Αἰγαῖον la mer Égée.
Étymologie: Αἰγαί.
English (Slater)
Αἰγαῑος sc. πόντος,
1 Aegean sea πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά sc. Asteria, a floating island Πα. 7B. 49.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I Egeo
1 epít. de Posidón, Pherecyd.43, Str.9.2.13.
2 Αἰγαῖον ὄρος monte Egeo cerca de Licto, en Creta, Hes.Th.484.
3 Αἰγαῖον πεδίον llanura Egea en Fócide, junto a Cirra, recibe su n. del río Egas, Hes.Fr.220, Eust.in D.P.132.
4 Αἰγαῖος πόντος el mar Egeo Ibyc.1(a).28, Hdt.2.97, πέλαγος A.A.659, ἁλμυρόν E.Tr.1, ἅλς E.Tr.88, A.R.1.831
•subst. ὁ Αἰ. Pl.Epigr.10.1, Arist.Mete.354a14, τὸ Αἰ. Hdt.7.55, Str.2.5.21.
5 Αἰγαῖος ποταμός río Egeo en la isla de los feacios, A.R.4.542.
II egeo ét. de la ciu. Ega de Fenicia, St.Byz.s.u. Αἰγά
•de Egas de Acaya, Str.8.7.4
•de Ega de Eolia, Plu.Pyrrh.26
•de Egas de Macedonia, Plu.Alex.41
•de Egas de Cilicia, D.Chr.34.10.
Greek Monotonic
Αἰγαῖος: -α, -ον·
I. αυτός που αναφέρεται στο Αιγαίο, πέλαγος, σε Αισχύλ.· ὄρος Αἰγαῖον, το όρος Ίδη, σε Ησίοδ.
II. Αἰγαῖος (ενν. πόντος), ὁ, το Αιγαίο πέλαγος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Αἰγαῖος: II ὁ (sc. πόντος) Эгейское море Arph., Plut.
эгейский (πόντος Xen.; πέλαγος Aesch.): Αἰ. πόρος и Αἰγαίη ἅλς Eur. = Αἰ. πόντος; Αἰγαῖον ὄρος Hes. Козья гора (часть горной цепи Ида на Крите).
Middle Liddell
I. Aegaean, πέλαγος Aesch.; ὄρος Αἰγ. mount Ida, Hes.
II. Αἰγαῖος (sc. πόντος), the Aegaean, Plat., etc.