δυσόνειρος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον,
A full of ill dreams, ὕπνος Plu.2.15b. II bringing ill dreams, βρώματα ib.734f, cf. Dsc.2.105.
German (Pape)
[Seite 685] böse Träume habend, ὕπνος Plut. Amator. 20; böse Träume erregend, βρώματα Symp. 8, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόνειρος: -ον, πλήρης κακῶν ὀνείρων, ὕπνος Πλούτ. 2. 15Β· -ἐπιφέρων κακὰ ὄνειρα, βρώματα αὐτόθι 734Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait de mauvais rêves;
2 qui provoque de mauvais rêves.
Étymologie: δυσ-, ὄνειρος.
Spanish (DGE)
-ον
1 lleno de pesadillas, agitado ὕπνος por una mala digestión, Plu.2.15b
•de pers. que tiene malos sueños o sufre pesadillas δυσόνειροι πολλοῖσι ἀλλοκότοισι Aret.SD 1.4.3, ἄνθρωπος PMag.Christ.10.38.
2 que produce pesadillas βρώματα Arist.Fr.242, φαντασμάτια Plu.2.766b, de una planta, Dsc.2.105.
Greek Monolingual
δυσόνειρος, -ον (Α)
1. ο γεμάτος κακά όνειρα
2. αυτός που προκαλεί κακά όνειρα.
Russian (Dvoretsky)
δυσόνειρος:
1) посещаемый тяжелыми сновидениями (ὕπνος Plut.);
2) вызывающий тяжелые сны (βρώματα Plut.).