πλυντρίς
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg., Ar.Fr.841. II πλυντρίς (sc. γῆ), ἡ, a kind of fuller's earth, Menestor ap. Thphr.CP2.4.3, Nicoch.4.
German (Pape)
[Seite 639] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem. – 2) πλυντρὶς γῆ, eine Erdart, die zum Waschen, Reinigen schmutziger Kleider gebraucht wird; Theophr.; Nicochar. com. bei Poll. 7, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πλυντρίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, εἶδος χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
Russian (Dvoretsky)
πλυντρίς: ίδος (ῐδ) ἡ прачка Arph.