ἀχλύω

From LSJ
Revision as of 15:08, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχλύω Medium diacritics: ἀχλύω Low diacritics: αχλύω Capitals: ΑΧΛΥΩ
Transliteration A: achlýō Transliteration B: achlyō Transliteration C: achlyo Beta Code: a)xlu/w

English (LSJ)

aor. 1 ἤχλῡσα,

   A to be or grow dark, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς (sc. νεφέλης) Od.12.406; ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963.    II trans., darken, Q.S.1.598, Nonn.D.4.368, Pancrat.Oxy. 1085.12.

German (Pape)

[Seite 418] 1) dunkel werden, πόντος ὑπὸ νεφέλης, Od. 12, 406. 14, 304; μήνη ἤχλυσε Crinag. 38 (VII, 633). – 2) verdunkeln, ὄμματα Ap. Rh. 3, 962 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 1, 598; aor. pass., ἠχλύνθη γαῖα 2, 550.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχλύω: (πρβλ. ἐπ-), ἀόρ. α΄ ἤχλυσα: - εἶμαι ἤ γίνομαι ἀχλυώδης, σκοτεινός, Ὀδ. Μ. 406., Ξ. 304. ΙΙ. μεταβ., ποιῶ τι σκοτεινόν, ζοφῶδες, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 963, Κόϊντ. Σμ. 1. 598· ἐντεῦθεν παθ. ἀόρ., ἠχλύνθην Κόϊντ. Σμ. 2. 550.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἤχλυσα;
devenir sombre, s’obscurcir.
Étymologie: ἀχλύς.

English (Autenrieth)

only aor., ἤχλῦσε, grew dark, Od. 12.406. (Od.)

Spanish (DGE)

1 intr. oscurecerse ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς Od.12.406, 14.304, ἠέρος ἀχλύσαντος Call.Fr.319, ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963, ἀστεροπὴ δ' ἤχλυσε Nonn.D.1.303.
2 tr. oscurecer, envolver de oscuridad κονίη ὡ[ς ν] έφ[ος] ἱσταμένη φ[άος ἤ] χλυεν ἠελίοιο Pancrat.2.12, cf. Q.S.11.248, Corp.Herm.Fr.24.14, ἤχλυσε μεμυκότος ὄμματος αἴγλην Nonn.D.4.380, cf. Q.S.1.598.

Greek Monolingual

ἀχλύω (Α), ἀχλυῶ (-όω) (Μ)
σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι
αρχ.
γίνομαι σκοτεινός.

Greek Monotonic

ἀχλύω: αόρ. αʹ ἤχλῡσα, είμαι ή γίνομαι σκοτεινός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχλύω: темнеть, туманиться (ἤχλυσε πόντος Hom.; ἤχλυσε ἀντέλλουσα μήνη Anth.).

Middle Liddell

[From ἀχλύς
to be or grow dark, Od.