ἀχίτων
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ωνος,
A without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.
German (Pape)
[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ωνος;
sans tunique, càd qui ne porte que l’ ἱμάτιον.
Étymologie: ἀ, χιτών.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -ωνος]
que no lleva túnica de las muchachas laconias τὰς κόρας ... ἀχειριδώτως καὶ ἀχίτωνας Dialex.2.9, de las atenienses que las imitaban τὰς ἀχίτωνας δωριάζειν Duris 24, cf. Orus Eth.21, de una mujer en el momento del parto (κούρη) ἀχίτων ... στρωφᾶται πάντῃ κατὰ δώματα Opp.C.1.497, Νύμφη πηγαίη ἀ. Nonn.D.43.33
•de hombres como signo de despreocupación, pobreza o baja condición: de Sócrates ἀνυπόδετός τε καὶ ἀ. X.Mem.1.6.2, de Agesilao anciano ἀ. ... τὸν τρίβωνα περιβαλόμενος Ael.VH 7.13, cf. Plu.2.210b, de Cleantes, D.L.7.169, cf. D.S.11.26.5, por ello objeto de burla ἀχίτωνα ἐν ἱματίῳ D.Chr.72.2, cf. Man.4.284, de un labrador en su campo ἀ. ... περιζωμάτιον ἔχων D.H.10.17, de los candidatos, en Roma, al presentarse ante el pueblo como signo de incorruptos ἔθος ἦν ἐν ἱματίῳ τοῦτο ποιεῖν ἀχίτωνας Plu.2.276c, cf. Cor.14.
Greek Monolingual
ἀχίτων (-ωνος), -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν φορεί χιτώνα.
Greek Monotonic
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, αυτός που δεν φορά χιτώνα, δηλ. φορά μόνο το ἱμάτιον, λέγεται για τον Σωκράτη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀχίτων: gen. ονος (ῐ) не носящий хитона, т. е. одетый в один лишь ἱμάτιον Xen., Plut.
Middle Liddell
without tunic, i. e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, Xen.