ἐπιχύνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχύνω Medium diacritics: ἐπιχύνω Low diacritics: επιχύνω Capitals: ΕΠΙΧΥΝΩ
Transliteration A: epichýnō Transliteration B: epichynō Transliteration C: epichyno Beta Code: e)pixu/nw

English (LSJ)

late form for ἐπιχέω, Herm. ap. Stob.1.49.69, JHS19.73 (Galatia), etc.

German (Pape)

[Seite 1005] = ἐπιχέω, Hermes Stob. Ecl. II p. 1092.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχύνω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἐπιχέω, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 1092.

Spanish

verter

Greek Monolingual

(AM ἐπιχέω
Μ και ἐπιχύνω)
χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον»
«χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» — αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι
2. ρίχνω άφθονα, διασπείρω («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν ὀξέα»)
3. καλύπτω ρίχνοντας από πάνω («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με σινάπι, Λουκιαν.)
4. συσσωρεύω
(«χυτὴν ἐπί γαῑαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από χώμα πάνω στον τάφο του, Ομ. Οδ.)
5. ρίχνω, απλώνω επάνω μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε ολόκληρος με φύλλα, Ομ. Οδ.)
6. φρ. «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — πίνω στην υγεία ή προς τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου προς αυτόν
7. παθ. ἐπιχύνομαι
(για λόγο ή φράση) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ νῡν δὴ λόγος ἡμῑν ἐπιχυθείς»).