ἡμιπέλεκκον

From LSJ
Revision as of 17:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπέλεκκον Medium diacritics: ἡμιπέλεκκον Low diacritics: ημιπέλεκκον Capitals: ΗΜΙΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: hēmipélekkon Transliteration B: hēmipelekkon Transliteration C: imipelekkon Beta Code: h(mipe/lekkon

English (LSJ)

τό,

   A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.

German (Pape)

[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.

English (Autenrieth)

(πέλεκυς): half-axe, one-edged axe. (Il.)

Greek Monolingual

ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)
μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι-πέλεκκον.

Greek Monotonic

ἡμιπέλεκκον: (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπέλεκκον: τό полусекира, т. е. боевая секира с односторонним лезвием Hom.

Middle Liddell

[κ doubled metri grat.]
a half-axe, i. e. a one-edged axe, Il.