ῥωγαλέος

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγᾰλέος Medium diacritics: ῥωγαλέος Low diacritics: ρωγαλέος Capitals: ΡΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōgaléos Transliteration B: rhōgaleos Transliteration C: rogaleos Beta Code: r(wgale/os

English (LSJ)

η, ον, (ῥώξ A)

   A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.

German (Pape)

[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

torn, ragged.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).

Middle Liddell

ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]
broken, cleft, rent, torn, Hom.