ῥοιάς
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A v.l. for ῥυάς 111.2, Gal.UP10.11. II corn poppy, Papaver rhoeas, common poppy, corn rose, field poppy, Flanders poppy, red poppy, Thphr.HP9.12.4, Dsc.4.64.
German (Pape)
[Seite 847] ἡ, = ῥοάς, zw.; – μήκων ῥοιάς, der wilde Mohn, papaver rhoeas, Theophr.
Greek Monolingual
η / ῥοιάς, -άδος, ΝΜΑ
φρ. «μήκων η ροιάς» — λόγια ονομασία της παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα / ῥοιά «ροδιά» + επίθημα -άς, -άδος, πιθ. λόγω τών κόκκινων λουλουδιών του φυτού. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι ρίχνει νωρίς τα πέταλα τών ανθέων του και επομένως η λ. ῥοιάς θα πρέπει να συνδεθεί με το ρ. ῥέω].