ἰόζωνος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ζώνη)
A with purple girdle, Hsch., dub. in Call. in Stud.Ital.7(1929).9.
German (Pape)
[Seite 1256] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Gürtel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόζωνος: ον (ζώνη) «πορφυρόζωνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰόζωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου
2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, πορφυρό-ζωνος].