δίσαβος

From LSJ
Revision as of 16:10, 28 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον,</b>" to "ῐ], ον,")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσᾱβος Medium diacritics: δίσαβος Low diacritics: δίσαβος Capitals: ΔΙΣΑΒΟΣ
Transliteration A: dísabos Transliteration B: disabos Transliteration C: disavos Beta Code: di/sabos

English (LSJ)

[ῐ], ον, hyperdor. for δίσηβος,

   A twice young, AP15.26 (Dosiad.).

German (Pape)

[Seite 642] (ἥβη), zweimal jung, Dosiad. ara 2 (XV, 26).

Greek (Liddell-Scott)

δίσᾱβος: [ῑ], -ον, Δωρ, ἀντὶ δίσηβος, ὁ δὶς ἡβῶν, δὶς νέος, Ἀνθ. Π. 15. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
deux fois jeune, devenu jeune une seconde fois.
Étymologie: δίς, ἥβη.

Spanish (DGE)

(δίσᾱβος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
hiperdor. dos veces joven de Jasón, Dosiad.2.

Greek Monolingual

δίσαβος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ- (βλ. δις) + ήβη].

Greek Monotonic

δίσᾱβος: [ῐ], -ον, Δωρ. αντί δίσηβος, ο δύο φορές νέος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίσᾱβος: дор. = *δίσηβος.

Middle Liddell

δί˘σ-ᾱβος, ον adj [doric for δίσηβος]
twice young, Anth.