βλωμός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>.114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
Greek (Liddell-Scott)
βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
trozo, pedazo de pan Call.Fr.508, cf. Gr.Naz.Ep.5, Sch.A.R.1.322.
• Etimología: De la r. *gu̯elHu̯- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. βλῆρ.
Greek Monolingual
ο (Α βλωμός)
νεοελλ.
τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο
αρχ.
μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του Ησύχιου καβλέει «καταπίνει» είναι αμφίβολη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: piece of bread (Call.),
Compounds: ὀκτά-βλωμος (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες). Cf. ψωμός, but etym. unknown.
Frisk Etymology German
βλωμός: {blōmós}
Grammar: m.
Meaning: Bissen, Stück (Kall.),
Composita : ὀκτάβλωμος (Hes. Op. 442).
Derivative: Davon βλωμίδιον (Eust.), βλωμιαῖος (Philem. ap. Ath. 3, 114e; cod. βλωμίλιος).
Etymology : Verbalnomen zu βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες), nach ψωμός gebildet (Güntert Reimwortbildungen 151 — βλωμοί· στραβοί H. muß ein anderes Wort sein (nach Grošelj Živa Ant. 3, 198 zu βάλλω[?]).
Page 1,246