βριθοσύνη

From LSJ
Revision as of 16:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθοσύνη Medium diacritics: βριθοσύνη Low diacritics: βριθοσύνη Capitals: ΒΡΙΘΟΣΥΝΗ
Transliteration A: brithosýnē Transliteration B: brithosynē Transliteration C: vrithosyni Beta Code: briqosu/nh

English (LSJ)

ἡ,    A weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.

Spanish (DGE)

(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.

Greek Monolingual

βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.

Greek Monotonic

βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.

Middle Liddell

weight, heaviness, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριθοσύνη -ης, ἡ βρῖθος gewicht, zwaarte.