βωμολοχία

Revision as of 17:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A mendicancy, Poll. 3.111.    2 coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.

German (Pape)

[Seite 469] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχία: ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς κολακεία, ἄγροικος ἀστειότης, φλυαρία, ἀπρεπὴς καὶ ἀνόητος ὁμιλία, Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. βωμολόχος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 bufonería, burla, δόξα βωμολοχίας Pl.R.606c, ἐν παιδιᾷ ... ἡ δὲ ὑπερβολὴ β. en el juego el exceso es bufonería Arist.EN 1108a24, cf. Rh.1419b8, Theopomp.Hist.81, σκώπτειν ἄνευ βωμολοχίας Plu.Lyc.12, 2.707f, Demetr.11, Phld.Hom.20.11, I.Ap.2.3, θόρυβος καὶ β. D.Chr.32.4, cf. 33.10, λοιδορία καὶ β. τῆς πρὸς τοὺς ἰατροὺς Gal.Subf.Emp.11, κωμικὴ β. Eun.VS 496.
2 mendicidad Poll.3.111.

Greek Monolingual

η (Α βωμολοχία) βωμόλόχος
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.

Greek Monotonic

βωμολοχία: ἡ, χαμερπής κολακεία, απρεπής αστεϊσμός, πρόστυχη ομιλία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχία: ἡ скоморошество, шутовство, кривляние Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
buffoonery, ribaldry, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχία -ας, ἡ βωμολόχος lolbroekerij.