γελαστής

From LSJ
Revision as of 17:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾰστής Medium diacritics: γελαστής Low diacritics: γελαστής Capitals: ΓΕΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: gelastḗs Transliteration B: gelastēs Transliteration C: gelastis Beta Code: gelasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.

Greek (Liddell-Scott)

γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.

Greek Monotonic

γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γελαστής: οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. ἐλήλυθα Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.

Middle Liddell

[from γελάω
a laugher, sneerer, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γελαστής -οῦ, ὁ γελάω bespotter.