γνωμοτύπος

From LSJ
Revision as of 17:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμοτύπος Medium diacritics: γνωμοτύπος Low diacritics: γνωμοτύπος Capitals: ΓΝΩΜΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: gnōmotýpos Transliteration B: gnōmotypos Transliteration C: gnomotypos Beta Code: gnwmotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τύπτω)    A maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.

German (Pape)

[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.

Greek Monolingual

γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.

Greek Monotonic

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμοτύπος -ον γνώμη, τύπτω die spreuken verzint.