γεωγραφία

From LSJ
Revision as of 17:28, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωγρᾰφία Medium diacritics: γεωγραφία Low diacritics: γεωγραφία Capitals: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: geōgraphía Transliteration B: geōgraphia Transliteration C: geografia Beta Code: gewgrafi/a

English (LSJ)

ἡ,    A geography, Phld.Po.5.1425.2, Str. l. c.    II geographical work, Democr.14c, Plu.Thes.1 (pl.), Porph. Antr.4.    2 map, στρογγύλας γράφοντες τὰς γ. Gem.16.4.

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, Erdbeschreibung; Erdabzeichnung, Charte, Plut. Thes. 1, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

γεωγρᾰφία: ἡ, ἡ τῆς γῆς περιγραφή, Πλούτ. Θησ. 1. ΙΙ. χάρτης γεωγραφικός, Γέμιν. Φαινομ. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 description de la terre, géographie;
2 carte géographique.
Étymologie: γεωγράφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Democr.B 14c
I 1tratado geográfico Democr.l.c., Plu.Thes.1, Porph.Antr.4, tít. de la obra de Ptolomeo, Marcian.Peripl.1 proem.
2 mapa στρογγύλας γράφοντες τὰς γεωγραφίας Gem.16.4.
II abstr. geografía como ciencia πραγματεύεσθαι περὶ γεωγραφίας Plb.34.5.1, Phld.Po.5.2.26, Str.1.1.16.

Greek Monolingual

η (AM γεωγραφία) γεωγράφος
1. η επιστήμη που ασχολείται με την περιγραφή της επιφάνειας της γης και τών ποικίλων φαινομένων πάνω σ' αυτήν
2. πραγματεία, σύγγραμμα ή διδακτικό εγχειρίδιο το οποίο πραγματεύεται θέματα της γεωγραφίας
νεοελλ.
φρ.
1. «βοτανική γεωγραφία» — η φυτογεωγραφία
2. «γλωσσική γεωγραφία» — η γλωσσογεωγραφία, ο κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά την εξάπλωση τών γλωσσικών φαινομένων στον γεωγραφικό χάρτη
3. «ιατρική γεωγραφία» — ο κλάδος της ιατρικής ο οποίος μελετά την εμφάνιση τών διαφόρων νόσων και την εξάπλωσή τους στις διάφορες περιοχές της γης
αρχ.
1. η περιγραφή της γής
2. γεωγραφικός χάρτης.

Greek Monotonic

γεωγρᾰφία: ἡ, γεωγραφία, η περιγραφή της γήινης επιφάνειας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γεωγρᾰφία: ἡ землеописание, сочинение по географии Plut., Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεωγραφία -ας, ἡ, Ion. γεωγραφίη [γῆ, γράφω Geografie\n (titel van werk over geografie).

Middle Liddell

[from γεωγράφος
geography, Plut.