δάπις
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ, A = τάπης, carpet, rug, Ar.Pl.528, Pherecr.185, v.l. in X.Cyr.8.8.16, in pl.; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Hermipp.63.23, cf. Ar.V.676.
German (Pape)
[Seite 523] ιδος, ἡ. Teppich, Xen. Cyr. 8, 8, 16; Ar. Plut. 528 u. öfter bei Ath.
Greek (Liddell-Scott)
δάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ τάπης, στρῶμα λεπτόν, «ταπί», «χαλί», Ἀριστοφ. Πλ. 528, Φερεκρ. Κραπ. 8, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, κατὰ πληθ.· τὰ τῆς Καρχηδόνος εἶχον μεγάλην φήμην, Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
tapis.
Étymologie: DELG altération de τάπις, avec pê influence de δάπεδον.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
alfombra, tapiz Ar.Pl.528, V.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, SEG 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.Dysc.922, Com.Adesp.232.16Au., Plu.Ages.12, Alex.52, Luc.DMeretr.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.
• Etimología: Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre δάπεδον.
Greek Monolingual
δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].
Greek Monotonic
δάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, = τάπης, χαλί, «πατάκι», σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δάπις: ιδος (ᾰ) ἡ ковер Xen., Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάπις -ιδος, ἡ [~ τάπης] tapijt.
Frisk Etymological English
-ιδος Etymology: τάπης
See also: s. τάπης
Middle Liddell
= τάπης
a carpet, rug, Ar., Xen.
Frisk Etymology German
δάπις: -ιδος
{dápis}
Grammar: f.
Meaning: Teppich, Decke mit dem Deminutiv δαπίδιον (Kom.).
Etymology : Wahrscheinlich mit Güntert Reimwortbildungen 151 volksetymologische Umbildung von τάπις, τάπης (s. d.) nach δάπεδον.
Page 1,348