δυσαιανής
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ές, A most melancholy, βοά A.Pers.281 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 675] βοά, jammervoll, Aesch. Pers. 273, Schol. δυσθρήνητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαιᾱνής: -ές, παρὰ πολὺ θρηνώδης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 281.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, αἰανής.
Spanish (DGE)
(δυσαιᾱνής) -ές lúgubre, βοά A.Pers.281.
Greek Monolingual
δυσαιανής, -ές (Α)
θρηνώδης, πένθιμος («δυσαιανής βοά»).
Greek Monotonic
δυσαιᾱνής: -ές, υπερβολικά θλιμμένος, μελαγχολικός, πένθιμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαιᾱνής: полный (страшной) скорби, горестный (βοά Aesch.).
Middle Liddell
δυσ-αιᾱνής, ές adj
most melancholy, Aesch.