θεοφιλής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ές, (φιλέω) A dear to the gods, highly favoured, of persons, Hdt.1.87, Democr.217, Pl.R.382e, Phlb.39e, etc.; of Moses, Ph.2.218 (Sup.); as honorary epith. in Egypt, Sammelb.421 (Sup.), al.; also, of places, etc., πόλις Pi.I.6(5).66; Ἄργος B.10.60; πόλιν… θεοφιλεστάτην Eup.307; χώρα A.Eu.869 (Sup.); τύχαι Id.Fr.350.3; ἑορτή Ar.Ra.446; μοῖρα X. Ap.32; ἐπιτήδευμα lsoc.8.35 (Comp.), cf. Pl.Euthphr.7a; θεοφιλές [ἐστιν] εἰ…' tis a mark of divine favour, if... Plu.2.30f. Adv. -λῶς, πράττειν to act as the gods will, Pl.Alc.1.134d: Comp. -έστερον, διαβεβιωκέναι Isoc.9.70. II Act., loving God, Ph.2.415, Luc. JTr.47 (Sup.), Agath.3.13, Cod.Just.1.1.5.4 (Sup.). Adv. ἡ πόλις οὐ μόνον -λῶς ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν Isoc.4.29, cf. Poll.1.22.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, gottgeliebt; χώρα θεοφιλεστάτη Aesch. Eum. 869; πόλις Pind. I. 5, 62; ἑορτή Ar. Ran. 443; in Prosa, Plat. Menex. 166 c Rep. II, 382 e u. Folgde; μοῖρα, d. i. glückselig, Xen. Apol. 32. – Adv., θεοφιλῶς ἔχειν Isocr. 4, 29.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφῐλής: -ές, (φιλέω) ἀγαπητὸς τοῖς θεοῖς, τὸ τοῦ Ὁρατίου Diis carus, Ἡρόδ. 1. 87· πόλις Πίνδ. Ι. 6 (5). 96· ἀντίθετ. τῷ θεομισής, πόλιν... θεοφιλεστάτην Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· χώρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 869 (ἐν τῷ ὑπερθ.)· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 281· ἑορτὴ Ἀριστοφ. Βατρ. 443· μοῖρα Ξεν. Ἀπολ. 32· ἐπιτήδευμα Ἰσοκρ. 166C (ἐν τῷ συγκρ.), πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Ε, κ. ἀλλ.: - θεοφιλές ἐστιν, εἰ..., σημεῖον θείας εὐνοίας εἶνε ἄν..., Πλούτ. 2. 30F. - Ἐπίρρ., θεοφιλῶς πράττω, ἐνεργῶ ὡς οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἢ θέλουσι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 134D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aimé des dieux, cher aux dieux;
2 fortuné, heureux;
Cp. θεοφιλέστερος, Sp. θεοφιλέστατος.
Étymologie: θεός, φιλέω.
English (Slater)
θεοφῐλής
1 loved by heaven τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι Aigina (I. 6.66)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοφιλής, -ές)
αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός («οὐδεὶς τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής», Πλάτ.)
νεοελλ.-μσν.
(υπερθ.) θεοφιλέστατος
προσωνυμία χωροεπισκόπων και αρχιμανδριτών ή βασιλέων
αρχ.
αυτός που αγαπά τον θεό.
επίρρ...
θεοφιλῶς (AM)
1. με τρόπο αγαπητό στον θεό ή στους θεούς
2. με αγάπη προς τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].
Greek Monotonic
θεοφῐλής: ές (φίλος), αγαπητός στους θεούς, ο εξαιρετικά ευνοημένος, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· επίρρ., θεοφιλῶς πράττειν, πράττω σύμφωνα με τη βούληση των θεών, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θεοφῐλής:
1) любезный или угодный богам (πόλις Pind.; χώρα Aesch.; ἑορτή Arph.; ἀνήρ Plat., Arst., Plut.; πομπή Plut.);
2) счастливый, блаженный (τύχαι Aesch.; μοῖρα Xen.).
Middle Liddell
θεο-φῐλής, ές φίλος
dear to the gods, highly favoured, Hdt., Pind., attic adv., θεοφιλῶς πράττειν to act as the gods will, Plat.