καθέρπω

From LSJ
Revision as of 22:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέρπω Medium diacritics: καθέρπω Low diacritics: καθέρπω Capitals: ΚΑΘΕΡΠΩ
Transliteration A: kathérpō Transliteration B: katherpō Transliteration C: katherpo Beta Code: kaqe/rpw

English (LSJ)

aor. 1    A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23.    II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.

Greek (Liddell-Scott)

καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπωἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.

Greek Monolingual

καθέρπω (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.)
2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρπω.

Greek Monotonic

καθέρπω: αόρ. αʹ καθείρπῠσα, κατεβαίνω έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έρπω en καθ-ερπύζω naar beneden sluipen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέρπω: (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): ἴουλος καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.

Middle Liddell

aor1 καθείρπῠσα
to creep down, Ar., Xen.