καμαρωτός

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμαρωτός Medium diacritics: καμαρωτός Low diacritics: καμαρωτός Capitals: ΚΑΜΑΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kamarōtós Transliteration B: kamarōtos Transliteration C: kamarotos Beta Code: kamarwto/s

English (LSJ)

ή, όν (-ός, όν Erot.    A s.v. καμμάρῳ), vaulted, arched, Str.16.1.5; στέγη Callix.2; ἅρματα Ath.4.139f.

German (Pape)

[Seite 1316] gewölbt, bedeckt; στέγη Ath. V, 196 c; ἅρμα IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., θολωτός, καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ μετὰ καμαροειδοῦς στέγης, σκεπαστός, Ἀθήν. 139F, 196C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καμαρωτός, -ή, -όν, Α και καμαρωτός, -όν) καμαρώ
αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.)
νεοελλ.
1. υπερήφανος
2. αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά υπερήφανος.
επίρρ...
καμαρωτά
1. (για κτίσμα) με καμάρα ή καμάρες
2. με καμάρι, με έπαρση, με υπερηφάνεια.