κατακρυφή

From LSJ
Revision as of 22:56, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρῠφή Medium diacritics: κατακρυφή Low diacritics: κατακρυφή Capitals: ΚΑΤΑΚΡΥΦΗ
Transliteration A: katakryphḗ Transliteration B: katakryphē Transliteration C: katakryfi Beta Code: katakrufh/

English (LSJ)

ἡ,    A means of concealment, οὐ γὰρ ἔχω κ. S.OC218 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Verbergen, übertr., οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, was Suid. erkl. ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν, Ausflucht.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρῠφή: ἡ, = κατάκρυψις, μεταφ., ὑπεκφυγή, Σοφ. Ο. Κ. 218 (ἀποφυγὴ τοῦ μὴ εἰπεῖν, Σχόλ.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
dissimulation.
Étymologie: κατακρύπτω.

Greek Monolingual

κατακρυφή, ἡ (Α) κατακρύπτω
1. τρόπος απόκρυψης
2. υπεκφυγή («ἀλλ' ἐρῶ
οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

κατακρῠφή: ἡ, απόκρυψη, συγκάλυψη· πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρυφή: ἡ скрывание, сокрытие, утайка: οὐκ ἔχω κατακρυφάν Soph. я не хочу (больше) скрываться.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρυφή -ῆς, ἡ [κατα- κρύπτω] schuilplaats.

Middle Liddell

κατακρῠφή, ἡ, [from κατακρύπτω
concealment: a subterfuge, Soph.