κρατερόφρων

From LSJ
Revision as of 09:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτερόφρων Medium diacritics: κρατερόφρων Low diacritics: κρατερόφρων Capitals: ΚΡΑΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: krateróphrōn Transliteration B: kraterophrōn Transliteration C: kraterofron Beta Code: kratero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)    A stout-hearted, dauntless, epith. of Heracles, Il.14.324; the Dioscuri, Od.11.299; Odysseus, 4.333; a wild beast, Il.10.184; ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν Hes.Op.147, cf. Orph.Fr.164; Διὸς κρατερόφρονι κούρῃ, of Athena, IG12.503.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) ἔχων ἰσχυρὸν φρόνημα, γενναιόψυχος, ἀτρόμητος, ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Λ. 324· τῶν Διοσκούρων, Ὀδ. Λ. 299· τοῦ Ὀδυσσέως, Δ. 333., Ρ. 124· τοῦ λέοντος, Ἰλ. Κ. 184· ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au cœur ferme, courageux.
Étymologie: κρατερός, φρήν.

English (Autenrieth)

stout-hearted, dauntless.

Greek Monolingual

κρατερόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχοςἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιό-φρων, υψηλό-φρων].

Greek Monotonic

κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), με γενναίο φρόνημα, γενναιόκαρδος, απτόητος, ατρόμητος, άφοβος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτερόφρων: 2, gen. ονος
1) сильный духом, отважный, мужественный (ἀνήρ, Ἡρακλῆς Hom.);
2) могучий, неукротимый или жестокий (θυμός Hes.; θήρ Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατερόφρων -ον, gen. -ονος [κρατερός, φρήν] onverschrokken.

Middle Liddell

κρᾰτερό-φρων, ονος, φρήν
stout-hearted, dauntless, Hom., Hes.