κυνοκοπέω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A beat like a dog, Id.Eq.289.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκοπέω: ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
battre comme on fait d’un chien.
Étymologie: κύων, κόπτω.
Greek Monotonic
κῠνοκοπέω: μέλ. -ήσω (κόπτω), χτυπώ όπως έναν σκύλο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοκοπέω: бить как собаку (τὸ νῶτόν τινος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοκοπέω [κύων, κόπτω] afranselen (als een hond).