λήθαιος

From LSJ
Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθαιος Medium diacritics: λήθαιος Low diacritics: λήθαιος Capitals: ΛΗΘΑΙΟΣ
Transliteration A: lḗthaios Transliteration B: lēthaios Transliteration C: lithaios Beta Code: lh/qaios

English (LSJ)

or ληθαῖος, α, ον, (λήθη)    A of or causing forgetfulness, πτερόν, of Sleep, Call.Del.234; σκότος Lyc.1127, etc.    2 of persons, oblivious, opp. ἔμφρων, S.E.M.7.129.    II of or from Lethe, ἄκατος AP9.279 (Bass.); v.λήθη 11.    III λ. λίθος, = μελιτίτης λ., Ps.-Dsc.476 ed. Sarac.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαιος: ἢ ληθαῖος, α, ον, (λήθη) ἀνήκων εἰς τὴν λήθην ἢ ἐμποιῶν λήθην, ἐπίληθος, ἐπιληστικός, λησμονητικός, ληθαῖον ὕπνου πτερόν, τὸ λήθην τῶν κακῶν ἐμποιοῦν, Καλλ. εἰς Δῆλ: 234· σκότος Λυκόφρ. 1127· πόμα Συνέσ. κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐπιλήσμων, ἐναντίον τοῦ ἔμφρων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 129· ΙΙ. ἐκ τῆς Λήθης, ἄκατος Ἀνθ. Π. 9. 279· ἴδε λήθη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui fait oublier;
2 qui oublie facilement.
Étymologie: λήθη.

Greek Monolingual

λήθαιος, -αία, -ον και ληθαῑος, -αία, -ον (Α) λήθη
1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων
3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή του κάτω κόσμου
4. φρ. «λήθαιος λίθος» — πολύτιμος λίθος ο οποίος θεωρούνταν ότι επέφερε λήθη, ο μελιτίτης λίθος.

Greek Monotonic

λήθαιος: ή ληθαῖος, -α, -ον (Λήθη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Λήθη, σε Ανθ.

Middle Liddell

λήθαιος, ληθαῖος, η, ον Λήθη
of or from Lethe, Lethean, Anth.