μνιαρός
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ά, όν, A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167. 2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Ueberhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.
Greek Monolingual
μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.
Greek Monotonic
μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μνῐᾰρός: покрытый мхом, мшистый или мягкий как мох (τάπης Anth.).