ξάντης

From LSJ
Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάντης Medium diacritics: ξάντης Low diacritics: ξάντης Capitals: ΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: xántēs Transliteration B: xantēs Transliteration C: ksantis Beta Code: ca/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A wool-carder, Pl.Plt.281a.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.

Greek (Liddell-Scott)

ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξάντριαξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.

Russian (Dvoretsky)

ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.