παιδευτός

From LSJ
Revision as of 14:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδευτός Medium diacritics: παιδευτός Low diacritics: παιδευτός Capitals: ΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: paideutós Transliteration B: paideutos Transliteration C: paideftos Beta Code: paideuto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.

German (Pape)

[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.

Greek Monolingual

παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.

Greek Monotonic

παιδευτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μάθει, να κερδίσει από την εκπαίδευση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παιδευτός: приобретаемый воспитанием, воспитуемый (ἀρετή Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.

Middle Liddell

παιδευτός, ή, όν
to be gained by education, Plat. [from παιδεύω

English (Woodhouse)

that may be taught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)