πολυανάλωτος

Revision as of 17:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,    A prodigal, Vett. Val.48.25.    II causing much expense, very expensive, gloss on πολυτελές, EM750.47.

German (Pape)

[Seite 659] viel Aufwand erfordernd, E. M. p. 750, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανάλωτος: -ον, πολυδάπανος, πολυτελής, Ἐτυμολ. Μέγ. 750. 48.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. άσωτος, σπάταλος
2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ-ανάλωτος)].