προδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαφθείρω Medium diacritics: προδιαφθείρω Low diacritics: προδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prodiaphtheírō Transliteration B: prodiaphtheirō Transliteration C: prodiaftheiro Beta Code: prodiafqei/rw

English (LSJ)

   A ruin, destroy beforehand, ναῦς ταῖς ἐμβολαῖς Plb.16.6.13:—Pass., Th.1.119, 6.78: c. gen., Lib.Or. 22.32.    II corrupt, demoralize beforehand, τοὺς κριτάς prob. for προσ- in D.21.18; ἡγεμόνας Plb.5.4.11:—Pass., Isoc.Ep.2.8.    2 Pass., of milk, go bad beforehand, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 716] vorher gänzlich verderben, vernichten; Thuc. 1, 119; προδιαφθαρείς, Isocr. 4, 97; τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι, bestechen, Dem. 21, 18; Pol. 5, 4, 11. 16, 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· διαφθείρω διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι προηγουμένως, Θουκ. 1. 119., 6. 78.

French (Bailly abrégé)

détruire complètement ou anéantir auparavant.
Étymologie: πρό, διαφθείρω.

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.)
2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.)
3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν.

Greek Monotonic

προδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· αφανίζω εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προδιαφθείρω:
1) ранее совершенно уничтожать: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;
2) развращать, совращать (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);
3) подкупать (τοὺς κριτάς Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διαφθείρω tevoren vernietigen:. νομίσαντες προδιαφθαρέντων μὲν τῶν ἡμετέρων οὐδ ’ αὐτοὶ σωθήσεσθαι in de mening dat wanneer onze (troepen) eerst vernietigd werden, er ook voor henzelf geen redding meer zou zijn Isocr. 4.97. omkopen:; προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτάς nadat hij dus de rechters had omgekocht Dem. 21.18; ptc. perf. pass.. πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον een volksmassa die tevoren met mooie verwachtingen en woorden was bewerkt Plut. Nic. 12.1.

Middle Liddell

fut. -φθερῶ
to ruin beforehand, Isocr.: to bribe beforehand, Dem.:—Pass., Thuc.