προμάχομαι

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμᾰχομαι Medium diacritics: προμάχομαι Low diacritics: προμάχομαι Capitals: ΠΡΟΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: promáchomai Transliteration B: promachomai Transliteration C: promachomai Beta Code: proma/xomai

English (LSJ)

   A fight before, fight in the front rank, ἁπάντων before all, Il.11.217, cf. 17.358, Th.6.69; οἱ προμαχόμενοι Plu.Ant.39, v.l. in D.S.18.44.    II fight for or in defence of, σοῦ Ar.V.957.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μάχομαι), dep. med., vorkämpfen, wie das Vorige, in den vordern Reihen der Krieger kämpfen, ἁπάντων, vor Allen, Il. 11, 217. 17, 358; – vor Einem stehend kämpfen, zum Schutze Jemandes, τινός, Ar. Vesp. 957; Luc. Alex. 36. – Auch = eher als ein Anderer kämpfen.

Greek (Liddell-Scott)

προμάχομαι: [ᾰ], ἀποθ., μάχομαι ἔμπροσθέν τινος, ἐν τῇ πρώτῃ τάξει, ἤθελον δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων Ἰλ. Λ. 217, Ρ. 358· οἱ προμαχόμενοι Διόδ. 18. 44, Πλουτ. Ἀντών. 39. ΙΙ. μάχομαι ὑπέρ τινος ἢ ὑπερασπίζων τινά, τινος Ἀριστοφ. Σφ. 957.

French (Bailly abrégé)

1 combattre devant, gén.;
2 combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, μάχομαι.

English (Autenrieth)

fight before one, Il. 11.217 and Il. 17.358.

Greek Monolingual

Α μάχομαι
1. προμαχίζω
2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος.

Greek Monotonic

προμάχομαι: [ᾰ], αποθ.,
I. μάχομαι από πριν, ἁπάντων, πριν από όλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάχομαι υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, τινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προμάχομαι:
1) сражаться впереди (ἁπάντων Hom.): οἱ προμαχόμενοι Diod., Plut. бойцы первых рядов;
2) сражаться в защиту (τινος Arph., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μάχομαι vooraan strijden, voor... strijden, met gen.: ἁπάντων voor allen uit strijden Il. 11.217. voor... strijden, verdedigen, met gen.: σοῦ προμάχεται hij strijdt voor jou Aristoph. Ve. 957.

Middle Liddell


I. Dep. to fight before, ἁπάντων before all, Il.
II. to fight for or in defence of, τινος Ar.