προσαναδίδωμι

From LSJ
Revision as of 19:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναδίδωμι Medium diacritics: προσαναδίδωμι Low diacritics: προσαναδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosanadídōmi Transliteration B: prosanadidōmi Transliteration C: prosanadidomi Beta Code: prosanadi/dwmi

English (LSJ)

   A distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].

Russian (Dvoretsky)

προσαναδίδωμι:
1) передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);
2) (дополнительно) раздавать (τι Polyb.).