πρόχωλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A very lame or halt, Luc.Ocyp.146.
German (Pape)
[Seite 800] sehr lahm, Luc. Ocyp. 146.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχωλος: -ον, πολὺ χωλός, ὁλωσδιόλου χωλός, Λουκ. Ὠκύπ. 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait boiteux.
Étymologie: πρό, χωλός.
Greek Monolingual
-ον, Α χωλός
εντελώς χωλός, κουτσός.
Greek Monotonic
πρόχωλος: -ον, πολύ χωλός, κουτσός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πρόχωλος: сильно хромающий Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχωλος -ον [πρό, χωλός] kreupel.