σαλπιγκτής

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαλπιγκτής Medium diacritics: σαλπιγκτής Low diacritics: σαλπιγκτής Capitals: ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ
Transliteration A: salpinktḗs Transliteration B: salpinktēs Transliteration C: salpigktis Beta Code: salpigkth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A trumpeter, Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in Att. Inscrr.; σαλπικτής, SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; Boeot. σαλπικτάς IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), σαλπιγκτάς ib.3195 (Orchom., i B.C.); later σαλπιστής, ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.    2 = ὄρνις ὁμοίως σάλπιγγι φθεγγόμενος, Phot.; = ὀρχίλος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind σαλπικτής u. σαλπιστής, Lob. Phryn. p. 191.

Greek (Liddell-Scott)

σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, ὁ σαλπίζων, Θουκ. 6.69, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 29, κτλ.· ὁ τύπος σαλπικτὰς ἢ -ὴς ἀπαντᾷ ἐν Βοιωτικαῖς Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6)· σαλπιστὴς ἔν τινι Ἀττ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 306), ἐν Βοιωτ. 1584 καὶ -7), καὶ ἐν ἄλλαις, ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 1. 45, 13, Διον. Ἁλ. 4. 17, κτλ.· - ὁ Schäf. καὶ ὁ L. Dind. προτιμᾷ τὸν τύπον σαλπικτὴς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς (κατ’ ἀναλογίαν τοῦ συρικτής, φορμικτής)· ἀλλὰ πλείονες οἱ συνηγοροῦντες ὑπὲρ τοῦ τύπου σαλπιγκτής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 191, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

v. σαλπικτής.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α
αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση, ασκήσεις, ανάπαυση, κατάκλιση, καθώς και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης
2. μτφ. αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πτηνό με φωνή παραπλήσια προς τον ήχο της σάλπιγγας, ο ορχίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπίγγ-) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σαλπιγκτής: οῦ ὁ = σαλπικτής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλπι(γ)κτής -οῦ, ὁ [σαλπίζω] trompetter.

Middle Liddell

σαλπιγκτής, οῦ, ὁ,
a trumpeter, Thuc., Xen. [from σάλπιγξ