συνάθροισμα

From LSJ
Revision as of 23:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάθροισμα Medium diacritics: συνάθροισμα Low diacritics: συνάθροισμα Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΑ
Transliteration A: synáthroisma Transliteration B: synathroisma Transliteration C: synathroisma Beta Code: suna/qroisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.

German (Pape)

[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).