φιλημοσύνη
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἡ, A friendliness, affection, Thgn.284 (v.l. συνημοσύνη), IG12.1016.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Freundschaft, Theogn. 284, wo Brunck συνημοσύνη schrieb, da das adj. φιλήμων nur als nom. pr. vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλημοσύνη: ἡ, φιλικὸν αἴσθημα, φιλικὴ διάθεσις, Θέογν. 284 (ἔνθα δύο Ἀντίγραφ. φέρουσι συνημοσύνη), Ἑλλ. Ἐπιγρ. 9. ― Τὸ ἐπίθ. φιλήμων, μόνον ὡς κύριον ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bonté.
Étymologie: φιλέω.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλήμων, -ονος]]
(ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία.
Greek Monotonic
φῐλημοσύνη: ἡ (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.
Middle Liddell
φῐλημοσύνη, ἡ, φιλέω
friendliness, affection, Theogn.